- καλοκλείνω
- (μτβ. και αμτβ.) κλείνω τελείως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλοκλείνω — καλόκλεισα, καλοκλείστηκα, καλοκλεισμένος, κλείνω καλά: Δεν καλόκλεισες την πόρτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek